- ὑποκεκορισμένως
- ὑποκεκορισμένως, Adv.A = ὑποκοριστικῶς, Anon.Prog. in Rh.1.598 W.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποκεκορισμένως — indeclform (adverb) ὑποκορίζομαι call by endearing names perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκεκορισμένως — Α επίρρ. με υποκορισμό, υποκοριστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποκεκορισμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. ὑποκορίζομαι + κατάλ. ως] … Dictionary of Greek